- λόξωση
- η (AM λόξωσις) [λοξώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.)νεοελλ.φρ. «λόξωση τής εκλειπτικής»αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα τής εκλειπτικής και τού ουράνιου ισημερινού και που η τιμή της κυμαίνεται γύρω στις 23027'μσν.(για λόγο) ασάφεια.
Dictionary of Greek. 2013.